- τραχύσματα
- τράχυσμαa roughnessneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεγχροειδής — ές (Α κεγχροειδής, ές) αυτός που μοιάζει με κόκκους κεχριού νεοελλ. φρ. ιατρ. «κεγχροειδής φυματίωση» οξεία γενικευμένη μορφή φυματίωσης που οφείλεται σε διασπορά τού βακίλλου τής νόσου με την κυκλοφορία τού αίματος αρχ. φρ. «κεγχροειδῆ… … Dictionary of Greek